ανιψάκι — κ. ανεψάκι κ. ανεψίδι κ. ανιψίδι, το (υποκορ. του ανιψιός) ανεψιός ή ανεψιά μικρής ηλικίας … Dictionary of Greek
ανέψι — το και ανεψίδι, το και ανεψιός, ο βλ. ανίψι, ανιψίδι, ανιψιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)